- ζεστολουσία
- ζεοτολουσία, ή (Α)πλύσιμο με ζεστό νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεστός + -λουσία (< λούσις < λούω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεστολουσία — ζεστολουσίᾱ , ζεστολουσία washing in hot water fem nom/voc/acc dual ζεστολουσίᾱ , ζεστολουσία washing in hot water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστολουσίᾳ — ζεστολουσίᾱͅ , ζεστολουσία washing in hot water fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστολουσίας — ζεστολουσίᾱς , ζεστολουσία washing in hot water fem acc pl ζεστολουσίᾱς , ζεστολουσία washing in hot water fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστολουσίαν — ζεστολουσίᾱν , ζεστολουσία washing in hot water fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… … Dictionary of Greek